- ταβανόσκουπα
- και νταβανόσκουπα, η, Ν1. σκούπα με μακρύ κοντάρι, η οποία χρησιμεύει για το καθάρισμα τής οροφής και τού επάνω μέρους τών τοίχων2. μτφ. πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταβανόσκουπα — ταβανόσκουπα, η και νταβανόσκουπα, η σκούπα με μακρύ ξύλινο κοντάρι, ξεσκονίστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νταβανόσκουπα — η βλ. ταβανόσκουπα … Dictionary of Greek
νταβανόσκουπα — νταβανόσκουπα, η και ταβανόσκουπα, η 1. σκούπα με μακρύ κοντάρι για το καθάρισμα οροφής. 2. μτφ., άνθρωπος λεπτός και ψηλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)